- χειριστικός
- η , ό[ν]1) относящийся к обращению (счём-л.), управлению (чём-л.); 2) относящийся к ведению, проведению (чего-л.), руководству (чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειριστικός — ή, όν, Α [χειρίζω / ομαι] 1. εγγεγραμμένος σε κατάλογο περιουσιακών στοιχείων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειριστικόν το διαχειριστικό βιβλίο εμπόρου … Dictionary of Greek